- παραγγελματικός
- παραγγελματικόςconcerned with rulesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραγγελματικός — ή, όν, Α [παράγγελμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγγελία ή στο παράγγελμα. επίρρ... παραγγελματικῶς Α με νουθεσίες, με παραινέσεις … Dictionary of Greek
παραγγελματικόν — παραγγελματικός concerned with rules masc acc sg παραγγελματικός concerned with rules neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελματικούς — παραγγελματικός concerned with rules masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελματική — παραγγελματικός concerned with rules fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελματικῶς — παραγγελματικός concerned with rules adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελτικός — ή, ό / παραγγελτικός, ή, όν, ΝΜ [παραγγέλλω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγγελία ή στο παράγγελμα, παραγγελματικός* … Dictionary of Greek